- ζυγιάστρα
- η1) весовщица; 2) женщина, умеющая крутить мужчинами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζυγιαστής — ο (θηλ. ζυγιάστρα, πληθ. ζυγιαστάδες) [ζυγιάζω] 1. ζυγιστής 2. (μτφ. το θηλ.) η ζυγιάστρα αυτή που έχει την ικανότητα να ψυχολογεί και να εκτιμά πρόσωπα και πράγματα, καθώς και αυτή που προχωρεί στους αισθηματικούς δεσμούς της υπολογίζοντας… … Dictionary of Greek
ζυγιαστής — ο πληθ. ζυγιαστάδες, θηλ. ζυγιάστρα 1. ζυγιστής (βλ. λ.). 2. μτφ., το θηλ., ζυγιάστρα γυναίκα που έχει την ικανότητα να κρίνει (να ζυγίζει) πρόσωπα και πράγματα και ανάλογα να ρυθμίζει και τις σχέσεις της με άντρες. 3. το βαρίδι του ζυγού (του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)